τρώγομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρώγομαι < παθητική φωνή του ρήματος τρώω
Ρήμα[επεξεργασία]
τρώγομαι
- (για φαγητό) είμαι κατάλληλος για τροφή
- οι καρποί συτού του άγνωστου δέντρου φαίνονταν ωραίοι αλλά δεν ξέραμε αν τρώγονται
- είμαι αρκετά (όχι όμως πάρα πολύ) νόστιμος
- Το φαγητό του δεν είναι κάτι το εξαιρετικό αλλά τρώγεται
- με βασανίζει εσωτερικά κάτι
- αυτός ο άνθρωπος δεν ξέρει τι θέλει, όλο τρώγεται με τα ρούχα του
- (αλληλοπαθητικό) βρίσκομαι σε κατάσταση διαρκούς αντιδικίας
- ειναι θλιβερό να βλέπεις αυτά τ' αδέρφια να τρώγονται διαρκώς μεταξύ τους
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρώγομαι