φαρμακωθείτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

φαρμακωθείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φαρμακώνομαι
  2. θα φαρμακωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φαρμακώνομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος φαρμακώνομαι