φεγγίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

φεγγίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φεγγίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φεγγίζω
  3. θα φεγγίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φεγγίζω