φεγγίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φεγγίζω < μεσαιωνική ελληνική φεγγίζω < φέγγ(ος) + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

φεγγίζω

  1. γίνομαι ημιδιαφανής, κάτι γίνεται σχεδόν διαφανές
    Η φούστα σου φεγγίζει και φαίνεται το χρώμα της κιλότας σου.
  2. (μεταφορικά) αδυνατίζω πολύ
    Σταμάτα τη δίαιτα γιατί φεγγίζεις πια.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]