φεγγρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
φεγγρίζω
- είμαι ημιδιαφανής
- ※ Ο ήλιος φέγγριζε μουντός πίσω από ανάρια σύννεφα. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φεγγρίζω
|