φθάσετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
φθάσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φθάνω
- θα φθάσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φθάνω