φιλαναλωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλαναλωτής αρσενικό
- που του αρέσει να ξοδεύεται, ο γενναιόδωρος, αλλά κυρίως ο σπάταλος, ο καταναλωτικός