φιλοστοργέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλοστοργέω παρασύνθετο του φιλόστοργος
Ρήμα[επεξεργασία]
φιλοστοργέω - φιλοστοργῶ (συνηρημένο)
- αγαπώ κάποιον με στοργή, με τρυφερότητα
- είμαι φιλόστοργος
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- το ρήμα φιλοστοργέω αναφέρεται από τον Πλάτωνα (Νόμοι 925β))