φιλοστοργέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλοστοργέω παρασύνθετο του φιλόστοργος

Ρήμα[επεξεργασία]

φιλοστοργέω - φιλοστοργῶ (συνηρημένο)

  1. αγαπώ κάποιον με στοργή, με τρυφερότητα
  2. είμαι φιλόστοργος

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • το ρήμα φιλοστοργέω αναφέρεται από τον Πλάτωνα (Νόμοι 925β))