φιλότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλότης < αρχαία ελληνική φιλότης < φίλος ('φιλο- + πρόσφυμα τητ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φιλότης θηλυκό

  1. (λόγιο) αγάπη, φιλία, θετική, στοργική προσέγγιση
  2. ερωτική έλξη (κυρίως στα αρχαία ελληνικά παρά στη νεοελληνική)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]