φιλύποπτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλύποπτα < φιλύποπτ(ος) + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
φιλύποπτα (τροπικό επίρρημα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλύποπτα
|