φιλύποπτος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]φιλύποπτος
- που υποψιάζεται τους πάντες και τα πάντα, που αναζητεί πάντα κάποιο απώτερο στόχο ή κρυφό κίνητρο στις ενέργειες ή στις δηλώσεις των άλλων ανθρώπων
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φιλύποπτος