φιλυποψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλυποψία < φιλύποπ(τος) + -σία με [p] + [s] > [ps]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλυποψία θηλυκό
- η καχυποψία, η τάση να υποψιάζεται κάποιος τους πάντες και τα πάντα, να πιστεύει ότι πίσω από κάθε ενέργεια κρύβεται πάντα ένα αδήλωτο, κρυφό κίνητρο ή ένας απώτερος στόχος με τον οποίο εκείνος ίσως διαφωνεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φιλύποπτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλυποψία
|