φοιτήσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
φοιτήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φοιτώ
- θα φοιτήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φοιτώ