φορτώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
φορτώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φορτώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φορτώνω
- θα φορτώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φορτώνω