φουτμπόλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φουτμπόλ < (αθλητισμός) (άμεσο δάνειο) αγγλική football
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φουτμπόλ ουδέτερο άκλιτο
- (παρωχημένο, αθλητισμός) το ποδόσφαιρο
- (αθλητισμός) συνήθως παροξύτονο: φούτμπολ, το λεγόμενο και «αμερικανικό ποδόσφαιρο» (ενίοτε αναφερόμενο ως ράγκμπι, με την ευρύτερη έννοια)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- φουτμπώλ (μη απλοποιημένη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φουτμπόλ
Κατηγορίες:
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)