φυσώδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυσώδης < φῦσα και εἶδος

Επίθετο[επεξεργασία]

φυσώδης, ης, ες

  1. που θυμίζει φύσημα
    καὶ ὅταν που τὸ φυσῶδες μιμῆται, πανταχοῦ ἐνταῦθα ὡς τὸ πολὺ τὰ τοιαῦτα γράμματα ἐπιφέρειν φαίνεται ὁ τὰ ὀνόματα τιθέμενος. (Πλατ. Κρατ.427 για προφορά γραμμάτων)
  2. που προκαλεί αέρια στο γαστρεντερικό ελληνιστική έννοια