Μετάβαση στο περιεχόμενο

φωτίκια

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φωτίκια < φως

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φωτίκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • τα βαφτιστικά ρούχα ενός μωρού (επειδή με τη βάφτιση δέχεται το θείο φως)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]