χαζέψεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

χαζέψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαζεύω
  2. θα χαζέψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαζεύω