χαιρέτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

χαιρέτω

  • γ΄ πρόσωπο ενικού στην προστακτική ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος χαίρω