χαλάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

χαλάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χαλάω
  2. θα χαλάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαλάω
  3. να χαλάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαλάω