χαμαικέρασος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαμαικέρασος < → λείπει η ετυμολογία
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: χαμοκέρασο (αγριοφράουλα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαμαικέρασος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (φυτό) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί) για τις εκδοχές
Πηγές[επεξεργασία]
- χαμαικέρασος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.