χαπιάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαπιάρω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
χαπιάρω
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) διευθετώ το χύμα φορτίο στο αμπάρι, ισιώνω την επιφάνεια του φορτίου προς αποφυγή μετακίνησης σε μπότζι
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαπιάρω
|