χαρίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
χαρίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χαρίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαρίζω
- θα χαρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαρίζω