χειμαστεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

χειμαστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χειμάζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χειμάζομαι
  3. θα χειμαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χειμάζομαι