χειροπάλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χειροπάλη θηλυκό
- το μπρα-ντε-φέρ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χειροπάλη
→ δείτε τη λέξη μπρα-ντε-φέρ |