χηρεύων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χηρεύων < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
χηρεύων
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- χηρεύουσα θέση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χηρεύων
|