χιλιέτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χιλιέτης < χίλιοι και ἔτος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χιλιέτης-ου αρσενικό και θηλυκό ( & χιλιετής)

  • που έχει διάρκεια χιλίων ετών
αὗται δὲ τρίτῃ περιόδῳ τῇ χιλιετεῖ... (Πλάτων)