χλαινόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χλαινόω < χλαίνη

Ρήμα[επεξεργασία]

χλαινόω

  • καλύπτω κάποιον με χλαίνη για να μην κρυώνει, να μη βρέχεται ή ένα αντικειμενο για να το προστατεύσω από φθορές