χρειαστείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

χρειαστείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χρειάζομαι
  2. θα χρειαστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χρειάζομαι