χρεοκοπήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

χρεοκοπήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χρεοκοπώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χρεοκοπώ
  3. θα χρεοκοπήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χρεοκοπώ