χρονομετρούμαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]χρονομετρούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος χρονομετρώ
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρονομετρούμαι | χρονομετρούμουν | θα χρονομετρούμαι | να χρονομετρούμαι | ||
β' ενικ. | χρονομετρείσαι | χρονομετρούσουν | θα χρονομετρείσαι | να χρονομετρείσαι | ||
γ' ενικ. | χρονομετρείται | χρονομετρούνταν | θα χρονομετρείται | να χρονομετρείται | ||
α' πληθ. | χρονομετρούμαστε | χρονομετρούμασταν χρονομετρούμαστε |
θα χρονομετρούμαστε | να χρονομετρούμαστε | ||
β' πληθ. | χρονομετρείστε | χρονομετρούσασταν χρονομετρούσαστε |
θα χρονομετρείστε | να χρονομετρείστε | χρονομετρείστε | |
γ' πληθ. | χρονομετρούνται | χρονομετρούνταν | θα χρονομετρούνται | να χρονομετρούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρονομετρήθηκα | θα χρονομετρηθώ | να χρονομετρηθώ | χρονομετρηθεί | ||
β' ενικ. | χρονομετρήθηκες | θα χρονομετρηθείς | να χρονομετρηθείς | χρονομετρήσου | ||
γ' ενικ. | χρονομετρήθηκε | θα χρονομετρηθεί | να χρονομετρηθεί | |||
α' πληθ. | χρονομετρηθήκαμε | θα χρονομετρηθούμε | να χρονομετρηθούμε | |||
β' πληθ. | χρονομετρηθήκατε | θα χρονομετρηθείτε | να χρονομετρηθείτε | χρονομετρηθείτε | ||
γ' πληθ. | χρονομετρήθηκαν χρονομετρηθήκαν(ε) |
θα χρονομετρηθούν(ε) | να χρονομετρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χρονομετρηθεί | είχα χρονομετρηθεί | θα έχω χρονομετρηθεί | να έχω χρονομετρηθεί | χρονομετρημένος | |
β' ενικ. | έχεις χρονομετρηθεί | είχες χρονομετρηθεί | θα έχεις χρονομετρηθεί | να έχεις χρονομετρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χρονομετρηθεί | είχε χρονομετρηθεί | θα έχει χρονομετρηθεί | να έχει χρονομετρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χρονομετρηθεί | είχαμε χρονομετρηθεί | θα έχουμε χρονομετρηθεί | να έχουμε χρονομετρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χρονομετρηθεί | είχατε χρονομετρηθεί | θα έχετε χρονομετρηθεί | να έχετε χρονομετρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χρονομετρηθεί | είχαν χρονομετρηθεί | θα έχουν χρονομετρηθεί | να έχουν χρονομετρηθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρονομετρούμαι
|