χρυσόβιβλος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρυσόβιβλος θηλυκό
- το χρυσό βιβλίο, το ντυμένο με δέρμα και χρυσά γράμματα
- η Χρυσή Βίβλος των ευγενών στη Βενετίά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρυσόβιβλος
|