χτυπηθείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
χτυπηθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χτυπιέμαι
- θα χτυπηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χτυπιέμαι