χωνέψετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
χωνέψετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χωνεύω
- θα χωνέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χωνεύω