χύτρειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χύτρειος < χύτρα
Επίθετο[επεξεργασία]
χύτρειος, α, ον ( & χυτρεοῦς, οῦς, οῦν)
χύτρειος, α, ον ( & χυτρεοῦς, οῦς, οῦν)