χύτρειος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χύτρειος < χύτρα

Επίθετο[επεξεργασία]

χύτρειος, α, ον ( & χυτρεοῦς, οῦς, οῦν)