ψάλει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ψάλει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ψάλλω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψάλλω
- θα ψάλει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψάλλω