ψαλάσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψαλάσσω < παράλληλος τύπος του ψάλλω
Ρήμα[επεξεργασία]
ψαλάσσω (& ψαλάττω ίσως & ψαθάλλω)
- αγγίζω με ένταση
- ψαύω δυνατά κάτι σχετικά ελαστικό, ίσως και χτυπάω σαν χταπόδι (για ψάρι)
- καὶ εἴ τις αὐτοῦ ψαύσειεν, ὃ δὲ ἔτι καὶ μᾶλλον πίμπραται. καὶ εἴ τις ἐπιμείνειε ψαλάττων γίνεται πᾶς ὑπὸ σήψεως διαυγέστατος, ὡς ὑδεριῶν