ψευτοκαθαρεύουσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψευτοκαθαρεύουσα < ψευτο- + καθαρεύουσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψευτοκαθαρεύουσα θηλυκό

  • εξεζητημένη και ημιμαθής χρήση της καθαρεύουσας και αρχαιοπρεπών εκφράσεων, για τη δημιουργία εντυπώσεων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]