ψυχόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχόω < ψυχή
Ρήμα[επεξεργασία]
ψυχόω
- δίνω ψυχή, εμψυχώνω, ψυχώνω
- προσδίδω ψυχικά χαρακτηριστικά σε κάτι άψυχο ή καθαρά υλικό
- ζωηρεύω, κάνω ζωντανό (π.χ. το λόγο)