ψυχόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχόω < ψυχή

Ρήμα[επεξεργασία]

ψυχόω

  1. δίνω ψυχή, εμψυχώνω, ψυχώνω
  2. προσδίδω ψυχικά χαρακτηριστικά σε κάτι άψυχο ή καθαρά υλικό
  3. ζωηρεύω, κάνω ζωντανό (π.χ. το λόγο)

Συγγενικά[επεξεργασία]