ψωριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψωριάζω < ἐψωρίασαν < αόριστος του αρχ. ρήματος "ψωριῶ"

Ρήμα[επεξεργασία]

ψωριάζω

  1. ασθενώ από ψώρα, εξαθλιώνομαι
    Κάτι πρέπει να κάνεις όμως. Αλλιώς θα κάτσεις να ψωριάσεις

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]