ψωριάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψωριάζω < ἐψωρίασαν < αόριστος του αρχ. ρήματος "ψωριῶ"
Ρήμα
[επεξεργασία]ψωριάζω
- ασθενώ από ψώρα, εξαθλιώνομαι
- Κάτι πρέπει να κάνεις όμως. Αλλιώς θα κάτσεις να ψωριάσεις
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψωριάζω | ψώριαζα | θα ψωριάζω | να ψωριάζω | ψωριάζοντας | |
β' ενικ. | ψωριάζεις | ψώριαζες | θα ψωριάζεις | να ψωριάζεις | ψώριαζε | |
γ' ενικ. | ψωριάζει | ψώριαζε | θα ψωριάζει | να ψωριάζει | ||
α' πληθ. | ψωριάζουμε | ψωριάζαμε | θα ψωριάζουμε | να ψωριάζουμε | ||
β' πληθ. | ψωριάζετε | ψωριάζατε | θα ψωριάζετε | να ψωριάζετε | ψωριάζετε | |
γ' πληθ. | ψωριάζουν(ε) | ψώριαζαν ψωριάζαν(ε) |
θα ψωριάζουν(ε) | να ψωριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψώριασα | θα ψωριάσω | να ψωριάσω | ψωριάσει | ||
β' ενικ. | ψώριασες | θα ψωριάσεις | να ψωριάσεις | ψώριασε | ||
γ' ενικ. | ψώριασε | θα ψωριάσει | να ψωριάσει | |||
α' πληθ. | ψωριάσαμε | θα ψωριάσουμε | να ψωριάσουμε | |||
β' πληθ. | ψωριάσατε | θα ψωριάσετε | να ψωριάσετε | ψωριάστε | ||
γ' πληθ. | ψώριασαν ψωριάσαν(ε) |
θα ψωριάσουν(ε) | να ψωριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψωριάσει | είχα ψωριάσει | θα έχω ψωριάσει | να έχω ψωριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψωριάσει | είχες ψωριάσει | θα έχεις ψωριάσει | να έχεις ψωριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ψωριάσει | είχε ψωριάσει | θα έχει ψωριάσει | να έχει ψωριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψωριάσει | είχαμε ψωριάσει | θα έχουμε ψωριάσει | να έχουμε ψωριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψωριάσει | είχατε ψωριάσει | θα έχετε ψωριάσει | να έχετε ψωριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ψωριάσει | είχαν ψωριάσει | θα έχουν ψωριάσει | να έχουν ψωριάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψωριάζω
|