ωβόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ωβόν < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ωβόν αρσενικό

Παροιμίες

[επεξεργασία]
  • με τ’ ωβόν εβούλωσά το, με τ’ ωβόν θ’ ανοίγ’ ατο (αφορά την αρχή και το τέλος της νηστείας με αυγό: Με το αυγό το βούλωσα, με το αυγό θα το ανοίξω)
  • το καλόν το πουλίν ασ' ωβόν απες τζιβύζ (το καλό το πουλί από το αυγό του τιτιβίζει)
  • εσύ είσαι το χοντρόν της κοσσάρας τ' ωβόν (εσύ είσαι το χοντρό της κότας το αυγό = τα θέλεις όλα δικά σου)