ωβόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ποντιακά (pnt)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ωβόν < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ωβόν αρσενικό
Παροιμίες
[επεξεργασία]- με τ’ ωβόν εβούλωσά το, με τ’ ωβόν θ’ ανοίγ’ ατο (αφορά την αρχή και το τέλος της νηστείας με αυγό: Με το αυγό το βούλωσα, με το αυγό θα το ανοίξω)
- το καλόν το πουλίν ασ' ωβόν απες τζιβύζ (το καλό το πουλί από το αυγό του τιτιβίζει)
- εσύ είσαι το χοντρόν της κοσσάρας τ' ωβόν (εσύ είσαι το χοντρό της κότας το αυγό = τα θέλεις όλα δικά σου)