όργωσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

όργωσα

  • α΄ ενικό οριστικής ενεργητικού αορίστου του ρήματος οργώνω