абулия
Εμφάνιση
Ρωσικά (ru)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- абулия < αρχαία ελληνική ἀβουλία
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]абулия (ru) (abulíja) θηλυκό
- (ψυχιατρική) η αβουλία
абулия (ru) (abulíja) θηλυκό