аптека
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
аптека (bg) θηλυκό
- το φαρμακείο
Ρωσικά (ru) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
аптека (ru) θηλυκό