аутор

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
аутор < λατινική auctor

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

аутор (sr) (λατινική γραφή: autor) αρσενικό