батискафе

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bətʲɪˈskafʲe/

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

батискафе (ru) (batiskáfe) αρσενικό