брат
Εμφάνιση
Βουλγαρικά (bg)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]брат < πρωτοσλαβική bratъ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]брат (bg) αρσενικό
- ο αδελφός
Ρωσικά (ru)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]брат < πρωτοσλαβική bratъ
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]брат (ru) αρσενικό
- ο αδελφός
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]брат < πρωτοσλαβική bratъ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]брат (sr) αρσενικό
- ο αδελφός
Σλαβομακεδονικά (mk)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]брат < πρωτοσλαβική bratъ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]брат (mk) αρσενικό
- ο αδελφός