камила
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]камила (bg)
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]камила (sr) (λατινική γραφή: kamila) θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) η καμήλα
Σλαβομακεδονικά (mk)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]камила (mk)