кочани
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
кочани (bg) αρσενικό
- πληθυντικός αριθμός του кочан (αόριστος, γενικός)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- кочаните (οριστικός, έναρθρος)
- кочана (χρήση με αριθμητικά)