лишения

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

лишения (ru) θηλυκό

  • στέρηση
    лишения свободы: στέρηση της ελευθερίας